- αγκίστρι
- Μικρός μεταλλικός γάντζος, συνήθως από ατσάλι, που, εφοδιασμένος με δόλωμα, χρησιμοποιείται για ψάρεμα. Έχει μια ή περισσότερες ακίδες (κεντρίδες) και από το άλλο άκρο του, που μπορεί να είναι πεπλατυσμένο ή να έχει δακτύλιο, είναι δεμένο στην ορμιά (αρμίδι ή αρμιθιά). Τα α., που μπορεί να είναι και σύνθετα, με περισσότερες δηλαδή κεντρίδες, έχουν διαφορετική μορφή, ανάλογα με το είδος του ψαριού για το οποίο προορίζονται. Στο εμπόριο υπάρχουν πάνω από 20 διαφορετικά μεγέθη. Οι συνηθέστεροι τύποι α. είναι το ιρλανδικό ανεστραμμένο, με μακριά λαβή για ψάρεμα στην επιφάνεια, τo γαλλικό ανεστραμμένο, με κοντή και τετραγωνική λαβή και με γυριστή κεντρίδα για ψάρεμα σε βάθος και ψάρια όχι βαρύτερα από 3 κιλά· το ιρλανδικό ανεστραμμένο και ενισχυμένο με λαβή μέτρια, για ψάρεμα βάθους και ψάρια μεγάλα έως 15 κιλά· το αγγλικό με πεπλατυσμένο δόντι για ψάρια του γλυκού νερού, λούτσους, πέστροφες, κάρπους, στουρόνια· τα σύνθετα, διπλά και τριπλά, που δολώνονται με νεκρά ψάρια και μεταλλικά δολώματα. Εκτός από αυτά τα πολύ απλής κατασκευής α., υπάρχουν και άλλα, που χρησιμοποιούνται για ιδιαίτερα είδη ψαρέματος: με μολύβι (όπως στον τόπο μας η ζόκα), με ελατήριο, βελονοειδή κλπ.
Επειδή το προϊόν του ψαρέματος, που έχει την ίδια σημασία με το προϊόν του κυνηγιού, αποτελεί μια από τις κύριες τροφές, είναι φυσικό ο άνθρωπος να έχει χρησιμοποιήσει το α. από τα προϊστορικά χρόνια. Ορισμένα ίσια μπαστουνάκια από πυρόλιθο, κόκαλο ή κέρατο, που βρέθηκαν κατά τη διάρκεια αρχαιολογικών ανασκαφών, μάς υποχρεώνουν να παραδεχτούμε πως το α. ήταν ήδη γνωστό στην παλαιολιθική εποχή, αν και το πρώτο α. (πέτρινο) που έχει βρεθεί ανάγεται στη νεολιθική εποχή. Οι αρχαίοι Έλληνες χρησιμοποιούσαν έως τον 2ο αι. μ.Χ. α. μπρούτζινα, γνώριζαν όμως και τασιδερένια. Ο Όμηρος αναφέρει για τους Αχαιούς πως ψάρευαν «γναμπτοίς αγκίστροισιν» (με τα γαμψά α., Οδύσσειαδ 368).
Στην εποχή μας, παρά τη μεγάλη χρήση των μετάλλων, μερικοί λαοί, ιδιαίτερα στην Αφρική και στην Πολυνησία, προτιμούν να χρησιμοποιούν α. από ξύλο, όστρακο χελώνας και σεντέφι.
* * *το (Α ἀγκίστριον)αλιευτικό όργανονεοελλ.1. κάθε εργαλείο σε σχήμα αγκίστρου, γάντζος, αρπάγη2. φρ. «πιάστηκε στ' αγκίστρι», έπεσε σε παγίδα.[ΕΤΥΜΟΛ. < μτγν. ουσ. ἀγκίστριον, υποκορ. τού ουσ. ἄγκιστρον].
Dictionary of Greek. 2013.